θυμίαν

θυμίαν
θυμίᾱν , θυμία
fem acc sg (attic doric aeolic)
θῡμίᾱν , θυμιάω
burn so as to produce smoke
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
θῡμίᾱν , θυμιάω
burn so as to produce smoke
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυμιᾶν — θυμία fem gen pl (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres part act masc voc sg (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιᾷν — θῡμιᾷν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κοπρώνας — ο (ΑM κοπρών, ῶνος) [κόπρος (Ι)] 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες νεοελλ. τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα αρχ. παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» λέγεται …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”